-
1 περιρρηγνυμι
περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать -
2 περιρρηγνυω...
περιρρηγνύω...περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать
См. также в других словарях:
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek